- κρίμα
- το (AM κρῑμα)ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ)νεοελλ.1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.2. ατυχία, αναποδιά τής τύχης («είναι κρίμα να χαθεί τέτοιος άνθρωπος»)3. φρ. α) «το κρίμα στο λαιμό σου» — η αμαρτία να πέσει πάνω σουβ) «το κρίμα ας πάει στο κλήμα» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το αμάρτημανεοελλ.-μσν.1. αφορμή, αιτία2. καταστροφή3. (ως σχετλιαστικό επιφώνημα) κρίμα ή κρίμαςγια έκφραση λύπης, συμπάθειας, οίκτου («κρίμα το παλικάρι»)μσν.1. σφάλμα2. ευθύνη3. συμφορά4. φρ. «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγομσν.-αρχ.1. απόφαση, κρίση («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», Πολ.)2. τιμωρία, ποινή («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)3. δίκη, το να δικάζει, το να κρίνει κάποιος κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῡον ἦλθον», ΚΔ)4. αξιόποινη πράξη («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)5. η ανεξερεύνητη θεία βούληση (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)αρχ.1. αντικείμενο κρίσης, ζήτημα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)2. (με γεν. τής ποινής) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω. Ο τ. αρχικά δήλωνε το αποτέλεσμα τού κρίνω, δηλ. την κρίση, την απόφαση. Αργότερα έλαβε τη σημ. τής καταδικαστικής απόφασης, καθώς και τής αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει κυρίως την αξιόποινη πράξη, το παράπτωμα].
Dictionary of Greek. 2013.